ἄγγαρα

ἄγγαρα
ἄγγᾰρα, τά,
A daily stages of the ἄγγαροι, EM7.17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἄγγαρα — daily stages of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγάρων — ἄγγαρα daily stages of the neut gen pl ἄγγαρος mounted courier masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”